Τα θέματα της αγροτικής πολιτικής, είναι ιδιαιτέρως πολυσύνθετα και αρκούντως περίπλοκα για να αναλυθούν σε ένα άρθρο και συνεπώς θα περιοριστούμε αυτή τη φορά σε κάποιες γενικές διαπιστώσεις και πληροφορίες, διανθισμένες από μια σύντομη, αλλά πολύ χρήσιμη ιστορική αναδρομή.
Κατ’ αρχάς θα πρέπει όλοι να γνωρίζουμε ότι, το παρόν οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν είναι παρά το αποτέλεσμα της λεγόμενης Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, γνωστής και ως ΚΑΠ.
Στις πρώτες μεταπολεμικές διαπραγματεύσεις, εκλήθη η Γαλλία να εισάγει βιομηχανικά προϊόντα από τη Γερμανία, ώστε να εξυπηρετηθεί η ανάγκη επανένταξης της τότε Δυτικής Γερμανίας στο ευρωπαϊκό οικονομικό σύστημα, που θεωρήθηκε κρίσιμη για τη σταθερότητα της Δυτικής Ευρώπης. Η Γερμανία, με αναπτυσσόμενη βιομηχανία, επεδίωξε πρόσβαση σε αγορές και πρώτες ύλες.
Ως αντάλλαγμα η Γαλλία, ζήτησε και έλαβε κρατικό προστατευτισμό στα αγροτικά της προϊόντα προς διασφάλιση των αγορών της και έτσι παρήχθη το πλαίσιο της πρώτης διακρατικής συναίνεσης - ή ανταλλαγής συμφερόντων αν θέλετε - με την Συνθήκη της Ρώμης το 1957.
Όλη η υπόλοιπη αρχιτεκτονική της Ευρώπης, είχε ως αφετηρία το «πείραμα» του Benelux (Belgique, Nederland, Luxembourg) που είχε προηγηθεί χρονικά, ως μια πολιτικοοικονομική ένωση τριών γειτονικών χωρών στη βορειοδυτική Ευρώπη: το Βέλγιο, την Ολλανδία και το Λουξεμβούργο.
Η τελωνειακή τους ένωση, είχε τεθεί σε λειτουργία ήδη από την 1η Ιανουαρίου 1948 με την οικονομική ένωση, την ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων, αγαθών, κεφαλαίων και υπηρεσιών, καθώς και τον συντονισμό οικονομικών, χρηματοπιστωτικών και κοινωνικών πολιτικών, να ολοκληρώνεται την 1η Νοεμβρίου 1960 - 2 χρόνια πριν την υλοποίηση της πρώτης ΚΑΠ το 1962.
Η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ), είναι μία από τις πιο σημαντικές και παλαιότερες πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και αφορά το σύνολο νομικών πράξεων και μέτρων, που στοχεύουν στη διαμόρφωση μιας ενιαίας γεωργικής πολιτικής σε όλα τα κράτη-μέλη.
Οι αρχικοί στόχοι της ΚΑΠ, που καθορίστηκαν όπως προαναφέραμε στη Συνθήκη της Ρώμης το 1957 και υλοποιήθηκαν από το 1962, ήταν η διασφάλιση της επισιτιστικής ασφάλειας της Ευρώπης μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και η αύξηση της αγροτικής παραγωγικότητας. Η ΚΑΠ χρηματοδοτείται σήμερα από τον προϋπολογισμό της ΕΕ και βασίζεται σε δύο πυλώνες:
Πυλώνας Ι (Άμεσες Πληρωμές & Μέτρα Αγοράς): Παρέχει άμεση εισοδηματική στήριξη στους αγρότες.
Πυλώνας ΙΙ (Αγροτική Ανάπτυξη): Χρηματοδοτεί επενδύσεις και μέτρα για την αντιμετώπιση των ειδικών αναγκών των αγροτικών περιοχών.
Η τρέχουσα ΚΑΠ 2023-2024 εστιάζει σε δέκα ειδικούς στόχους συνολικά, εκ των οποίων οι εννέα είναι επιχειρησιακοί:
1. Επαρκές Αγροτικό Εισόδημα: Να διασφαλιστεί ένα δίκαιο και σταθερό εισόδημα για τους αγρότες, ώστε να μπορούν να ζουν αξιοπρεπώς και να συνεχίζουν τη γεωργική δραστηριότητα.
2. Ανθεκτικότητα και Προσανατολισμός στην Αγορά: Να αυξηθεί η ανθεκτικότητα του αγροτικού τομέα απέναντι σε κρίσεις, διασφαλίζοντας την ικανότητά του να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της αγοράς και να είναι ανταγωνιστικός.
3. Επισιτιστική Ασφάλεια: Να διασφαλιστεί η μακροπρόθεσμη ασφάλεια εφοδιασμού με τρόφιμα στην Ευρώπη.
4. Δράση για το Κλίμα: Να συμβάλει η γεωργία στον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής (π.χ. μείωση εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου) και στην προσαρμογή σε αυτήν.
5. Περιβαλλοντική Φροντίδα: Να προωθηθεί η βιώσιμη χρήση των φυσικών πόρων, όπως το νερό, το έδαφος και ο αέρας, και να μειωθεί η ρύπανση.
6. Διατήρηση της Βιοποικιλότητας: Να προστατευθούν τα τοπία, τα αγροτικά οικοσυστήματα και η βιοποικιλότητα, συμπεριλαμβανομένης της διατήρησης γενετικών πόρων.
7. Στήριξη της Γενεαλογικής Ανανέωσης: Να προσελκυστούν νέοι αγρότες στον τομέα και να διευκολυνθεί η εγκατάσταση τους, καθώς ο αγροτικός πληθυσμός στην Ευρώπη γηράσκει.
8. Ανάπτυξη Αγροτικών Περιοχών: Να προωθηθεί η απασχόληση, η ανάπτυξη και η ποιότητα ζωής στις αγροτικές περιοχές.
9. Υγεία και Ποιότητα Τροφίμων: Να διασφαλιστεί η ασφάλεια των τροφίμων, καθώς και η υγεία των φυτών και των ζώων, προάγοντας υψηλότερα πρότυπα ευζωίας των ζώων.
10. Οριζόντιος Στόχος (Δέκατος): Να προωθηθεί η γνώση, η καινοτομία και η ψηφιοποίηση στη γεωργία.
Εκ του αποτελέσματος όμως προκύπτει ότι, η ΚΑΠ δεν είχε τα προσδοκώμενα αποτελέσματα για την Ελλάδα. Τα αίτια είναι πολλά, αλλά στο παρόν άρθρο θα περιοριστούμε σε ένα εξ αυτών, το οποίο είναι αντικειμενικό και δεν επιδέχεται πολιτικής ή κομματικής ερμηνείας.
Το αίτιο, δεν είναι άλλο από το γεγονός ότι, η Κοινή Αγροτική Πολιτική ΔΕΝ σχεδιάστηκε με γνώμονα την κατανομή του κλήρου στην Ελλάδα, έχοντας ως μέτρο ενίσχυσης πρωτίστως την στρεμματική απόδοση και δευτερευόντως το είδος καλλιέργειας. Δεν υπάρχουν στα πλαίσια της ΚΑΠ προβλέψεις ή μέριμνες, για την ανάπτυξη και επέκταση του έντιμου μικρού κλήρου, προκειμένου αυτός να φτάσει στα μεγέθη που μεγιστοποιούν την ωφέλεια των μέτρων εισοδηματικής στήριξης και χρηματοδότησης επενδύσεων – παρά την λεγόμενη «ενίσχυση αναδιανομής» που μπορεί να προσθέσει περίπου 17€ το στρέμμα για τους δικαιούχους μικρομεσαίους Έλληνες αγρότες.
Ως βασική οικονομική αρχή, θα πρέπει να σημειώσουμε πως ο κρατικός παρεμβατισμός επί ανισοκατανομής γεωργικού κλήρου, φαλκιδεύει τον υγιή ανταγωνισμό υπέρ των μεγάλων ιδιοκτησιών, συνθλίβοντας το μικρό κλήρο, δημιουργώντας ταυτοχρόνως περιθώριο για διασπάθιση των κοινοτικών πόρων.
Ας αναρωτηθούμε, ακόμα και με τις εντιμότερες των προθέσεων από όλους, ποιους από τους παραπάνω 10 επιχειρησιακούς στόχους μπορεί στην πράξη να υλοποιήσει μια ιδιοκτησία των 200 ή 300 στρεμμάτων, προκειμένου να αναμετρηθεί επάξια με ιδιοκτησίες των 5, 10 και 15.000 στρεμμάτων;
Ο σύγχρονος «μεγαλοτσιφλικάς» ως παρεπόμενο της μεταπολεμικής αστικοποίησης (1), έχοντας αμεσολάβητη συναλλαγή με την εκάστοτε πολιτική εξουσία και τους μηχανισμούς της, επιζητάει και τελικά επιτυγχάνει δολίως, μίαν άνιση μετατόπιση των πόρων επ’ ωφελεία του, μεγιστοποιώντας τα κέρδη του, αποκλείοντας ταυτοχρόνως τον μικρό καλλιεργητή.
Για να είμαστε αντικειμενικοί και ανεξαρτήτως δόλου, κάτι παρεμφερές συμβαίνει και σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου οι «μεγαλύτεροι» ευνοούνται, τουλάχιστον σε επίπεδο μέσης βασικής ενίσχυσης του Πυλώνα Ι, που στη Ελλάδα αναμένεται μέσα στο 2026 να φτάσει περίπου τα 23€ ανά στρέμμα (230,83€ ανά εκτάριο), στην Γερμανία περίπου τα 49€ ανά στρέμμα (490€ ανά εκτάριο) και στη Γαλλία, όπου οι αγρότες λαμβάνουν περίπου 25 έως 30€ ανά στρέμμα (250-300€ ανά εκτάριο).
Τα ποσά αυτά - όπως ισχυρίζεται η Ελληνική κυβέρνηση - μπορούν να αυξηθούν σημαντικά με τις πρόσθετες ενισχύσεις (όπως τα οικολογικά προγράμματα, η ενίσχυση αναδιανομής, οι συνδεδεμένες ενισχύσεις κλπ.), φτάνοντας ή και ξεπερνώντας τα 40€ ανά στρέμμα σε ορισμένες περιπτώσεις - εντούτοις όπως παρατηρούμε, το κριτήριο εξακολουθεί να είναι η παράμετρος της έκτασης της ιδιοκτησίας.
Πέραν όμως της κατασπατάλησης των πόρων εκ μέρους των αγροτών τα προηγούμενα χρόνια, της προϊούσης υστέρησης στον εκσυγχρονισμό και των κομματικών σκοπιμοτήτων στην κατανομή των ευρωπαϊκών κονδυλίων, πώς μπορούμε να λύσουμε το θεμελιώδες πρόβλημα του κατακερματισμού και της πολυδιάσπασης του αγροτικού κλήρου;
Μια βίαιη απαλλοτρίωση, με ταυτόχρονη έξοδο της χώρας από την ΚΑΠ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, μπορεί να ακούγεται μεν ελκυστική σε κάποιους, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι εφικτή στο βραχυπρόθεσμο μέλλον, ούτε παρατηρούμε κάποια ανάλογη διάθεση εκ μέρους των πολιτών στην κάλπη.
Η μόνη απάντηση που μπορεί κατά την άποψή μου να δοθεί, θα πρέπει να κινείται σε 3 βασικά άξονες:
1. Αναδασμός. Ο αναδασμός είναι μια διοικητική πράξη και ένα σημαντικό εργαλείο της αγροτικής πολιτικής που στοχεύει στη βελτίωση της δομής της αγροτικής γης. Ουσιαστικά, πρόκειται για την αναδιανομή και αναδιοργάνωση των διάσπαρτων, μικρών και συχνά ακανόνιστου σχήματος αγροτεμαχίων, με σκοπό τη δημιουργία μεγαλύτερων, ενιαίων και λειτουργικών αγροτικών εκμεταλλεύσεων, ικανών να μεγιστοποιήσουν τα οφέλη της ΚΑΠ. Ικανή και αναγκαία συνθήκη για έναν επιτυχημένο αναδασμό, είναι φυσικά η ειλικρινής διαβούλευση και ο έντιμος συμβιβασμός των μικρών αγροτών.
2. Συνεταιρισμός. Ο Αγροτικός Συνεταιρισμός (ΑΣ) είναι μια αυτόνομη ένωση προσώπων (αγροτών, κτηνοτρόφων κ.λπ.) που συγκροτείται σε εθελοντική βάση. Λειτουργεί ως νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου (ΝΠΙΔ) με εμπορική ιδιότητα, με κύριο σκοπό την οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ανάπτυξη και προώθηση των μελών του μέσω της αμοιβαίας βοήθειας.
Οι αγροτικοί συνεταιρισμοί είναι οι μόνοι σχηματισμοί, που επιτρέπουν στους μεμονωμένους παραγωγούς να ενώσουν τους πόρους τους, αποκτώντας έτσι μεγαλύτερη διαπραγματευτική δύναμη στην αγορά και μειώνοντας το κόστος παραγωγής. Την επιτυχία των σχηματισμών αυτών, μπορεί κάποιος εύκολα να τη εξακριβώσει σήμερα, σε κάποιους συνεταιρισμούς αγροτών με αμιγώς εξαγωγική δραστηριότητα, οι οποίοι έχουν καταφέρει κατ’ ελάχιστον τα παρακάτω:
Κοινή Προμήθεια Εφοδίων: Τα μέλη τους μπορούν να αγοράζουν συλλογικά εφόδια (σπόρους, λιπάσματα, ζωοτροφές, μηχανήματα) σε καλύτερες τιμές λόγω της οικονομίας κλίμακας.
Επεξεργασία και Εμπορία Προϊόντων: Ο συνεταιρισμός μπορεί να αναλάβει τη συλλογή, αποθήκευση, τυποποίηση, μεταποίηση και πώληση των αγροτικών προϊόντων των μελών του, εξασφαλίζοντας καλύτερες τιμές πώλησης και πρόσβαση σε μεγαλύτερες αγορές.
Πρόσβαση σε Υπηρεσίες και Τεχνογνωσία: Παρέχονται υπηρεσίες όπως τεχνική υποστήριξη, πρόσβαση σε πιστώσεις, εκπαίδευση και ενημέρωση για νέες τεχνολογίες και βιώσιμες πρακτικές.
Μείωση Κινδύνων: Η συλλογική προσέγγιση προστατεύει οικονομικά τα μέλη και μειώνει τους μεμονωμένους κινδύνους που αντιμετωπίζουν στην αγορά.
3. Συνεταιριστικές Τράπεζες. Ένας θεσμός με προφανή και αποδεδειγμένα οφέλη για την αγροτική οικονομία και στην Ελλάδα, στα οποία έχουμε αναφερθεί εκτενώς σε προγενέστερο άρθρο μας.
Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι, το τρίπτυχο ΑΝΑΔΑΣΜΟΥ - ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΩΝ - ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ, υπό την αυστηρή προϋπόθεση της εντιμότητας και της ειλικρίνειας των συμμετεχόντων, μπορεί να προασπίσει τα συμφέροντα του μικρού αγρότη, δίνοντάς του συγχρόνως και το κατάλληλο «μέγεθος συμμαχίας» απέναντι στη μεγάλη ιδιοκτησία και την μέγιστη δυνατή αξιοποίηση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής ως έχει.
Η πολυδιάσπαση και ο κατακερματισμός γαιών και κοινωνικών δυνάμεων, οι οποίες ομφαλοσκοπώντας διστάζουν να συμπαραταχθούν - εν αναμονή ίσως κάποιων πιο επαναστατικών εξελίξεων - το μόνο που κάνουν, είναι να αυξάνουν την ισχύ του «μεγαλοτσιφλικά» που θα συνεχίσει ανεμπόδιστος την απρόσκοπτη δοσοληψία του με την μεταπολιτευτική νομενκλατούρα, υπονομεύοντας το αύριο του μικρού αγρότη και καθιστώντας τον τελικά υποχείριο αλλότριων κομματικών επιδιώξεων και πολιτικών φιλοδοξιών... ανθρώπων που δεν έχουν σκάψει ποτέ τους ούτε μισό μέτρο γης.
Κλείνοντας, για όσους διατηρούν επιφυλάξεις περί της σκοπιμότητας στήριξης της όποιας μικρής επιχειρηματικότητας αγροτικής ή μη, να θυμίσω ότι όλες οι σημερινές μεγάλες και σημαντικές επιχειρήσεις, ξεκίνησαν από μικρές και ασήμαντες.
(1) Η μεταπολεμική αστικοποίηση του Ελληνικού πληθυσμού, οδήγησε στη βαθμιαία εγκατάλειψη του μικρού κλήρου. Καθοδηγούμενοι οι νέοι από την ανάγκη τους για μόρφωση ή από το όνειρο της απαστράπτουσας πρωτεύουσας και τη αίγλη της «γραβάτας», απομακρύνθηκαν από την επαρχία, αδιαφορώντας για την τύχη του μικρού, πατρογονικού κλήρου.
Ενός μικρού κλήρου, ο οποίος προοδευτικά ενσωματώθηκε στις διπλανές εκτάσεις του όμορου και οικονομικά ισχυρότερου «μεγαλοτσιφλικά» έναντι ενός τιμήματος, το οποίο πήγε τότε στις τσέπες των εργολάβων της αντιπαροχής, για ένα μικρό «κουτί» μερικών τετραγωνικών που θα στέγαζε τον καημό της αστικοποίησης.
Ένας «καημός», που έδωσε μεν εργατικά χέρια στην μεταπολεμική απόπειρα εκβιομηχάνισης - μαζί με κάμποσες «γραβάτες» στις δημόσιες υπηρεσίες - αποσπώντας τα ωστόσο από την ζωτικής σημασίας πρωτογενή παραγωγή της χώρας μας.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οδηγηθήκαμε σταδιακά και μέχρι σήμερα, στην υπερσυγκέντρωση γαιών, που σχηματίζουν τις μεγάλες εκτάσεις καλλιεργήσιμης γης, για τις οποίες σχεδιάστηκε και η ΚΑΠ. Ήταν θέμα χρόνου, οι νέοι αυτοί «γαιοκτήμονες» σε αγαστή συνεργασία με την εξουσία να επινοήσουν οργανισμούς όπως ο ΟΠΕΚΠΕ, αφήνοντας παραλλήλως τον μικρό και έντιμο αγρότη, βορά της εκάστοτε κομματικής προπαγάνδας, που επιδιώκει να καταλάβει την εξουσία.