Η ελληνική παρουσία στην Συρία μαρτυρείται από νωρίς, και μάλιστα το ίδιο το όνομά της προέρχεται από μια ελληνική λέξη για την Ασσυρία. Οι πρώτοι Έλληνες που μετανάστευσαν στον «Λεβάντε» υπήρξαν Λαοί της Θάλασσας κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού, όμως η ιστορία των Ελλήνων στη Συρία ξεκινά παραδοσιακά με την κατάκτηση της Περσικής αυτοκρατορίας από τον Μέγα Αλέξανδρο. Ύστερα από τον θάνατο του Αλεξάνδρου η Εγγύς Ανατολή τέθηκε υπό τον έλεγχο του στρατηγού του, Σελεύκου Α' Νικάτορος, που ίδρυσε την Αυτοκρατορία των Σελευκιδών. Η ελληνιστική περίοδος που ακολούθησε χαρακτηρίστηκε από ένα νέο κύμα ελληνικού αποικισμού.
Κατά την διάρκεια του Μεσαίωνα, οι Βυζαντινοί Έλληνες αυτοπροσδιορίζονταν κυρίως ως Ρωμαίοι ή Ρωμιοί. Γλωσσικά, μιλούσαν μεσαιωνικά ελληνικά, γνωστά ως «ρωμαϊκά» που βρίσκονται μεταξύ της ελληνιστικής κοινής και της σύγχρονης φάσης της γλώσσας. Οι Ρωμιοί αντιλαμβάνονταν τους εαυτούς τους ως απόγονους της κλασικής Ελλάδας, τους πολιτικούς κληρονόμους της αυτοκρατορικής Ρώμης και τους ακολούθους των Αποστόλων.
Η ρωμαϊκή κυριαρχία στην Εγγύ Ανατολή κατέστησε την περιοχή ως μία από τις σημαντικότερες εμπορικές, αγροτικές, θρησκευτικές και πνευματικές περιοχές της Αυτοκρατορίας. Παράλληλα η στρατηγική της θέση δίπλα στην αυτοκρατορία των Σασσανιδών και στις απείθαρχες φυλές της ερήμου της έδινε εξαιρετική στρατιωτική σημασία. Ολόκληρη η περιοχή περιήλθε στην κατοχή των Σασσανιδών μεταξύ 609 και 628, αλλά ανακαταλήφθηκε από τον αυτοκράτορα Ηράκλειο έως ότου χάθηκε οριστικά από τους Άραβες μετά την μάχη του Γιαρμούκ (636) και την άλωση της Αντιόχειας. Κι όμως ο πληθυσμός της περιοχής δεν έγινε κυρίως μουσουλμανικός και αραβικός σε ταυτότητα παρά σχεδόν μια χιλιετία μετά την κατάκτηση.
Ιστορικά, οι οπαδοί της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και της Ελληνικής Καθολικής Εκκλησίας των Μελχιτών ανεξαρτήτως εθνικότητας θεωρούνταν ως μέρος του Ρωμιού Μιλέτ (millet-i Rûm) ή του «ρωμαϊκού έθνους» από τις μετέπειτα Οθωμανικές αρχές, ενώ και σήμερα το Ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο της Αντιόχειας ονομάζεται συχνά ως Ρουμ-Ορθόδοξη Εκκλησία. Πρόκειται για την μεγαλύτερη Ορθόδοξη (και σήμερα αραβόφωνη) Χριστιανική Εκκλησία στην Μέση Ανατολή. Ο αριθμός του ποίμνιού του υπολογίζεται στους 4,3 εκατομμύρια πιστούς.
Η Δαμασκός φιλοξενεί μια οργανωμένη ελληνική κοινότητα από το 1913, αλλά υπάρχει επίσης σημαντικός αριθμός Ελλήνων Μουσουλμάνων με καταγωγή από την Οθωμανική Κρήτη που ζουν σε πολλές παραθαλάσσιες πόλεις και χωριά της Συρίας και του Λιβάνου από τα τελευταία χρόνια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Όπως συμβαίνει με τις περισσότερες άλλες εθνοτικές μειονότητες στην Συρία, κατά βάσιν οι Ελληνο-Σύριοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί μιλούν μόνο Αραβικά μαζί με μια ξένη γλώσσα που διδάσκεται στο σχολείο, όπως τα γαλλικά ή τα αγγλικά. Ωστόσο, είναι σχετικά διαδεδομένη μια στοιχειώδης γνώση της ελληνικής, κυρίως για θρησκευτικούς σκοπούς.
Μετά την ανατροπή του Μπασάρ αλ Άσαντ και του καθεστώτος του τον Δεκέμβριο του 2024 από τους τζιχαντιστές της Χαγιάτ Ταχρίρ αλ-Σαμ με αρχηγό τον Αχμέντ Χουσεΐν αλ Σαράα (γνωστό με το ψευδώνυμο Τζολάνι), όλες οι εθνικοθρησκευτικές μειονότητες ζουν σε κατάσταση αβεβαιότητας για το μέλλον τους. Τον Μάιο του 2017, το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ ανακήρυξε τον Σαράα "ειδικά χαρακτηρισμένο παγκόσμιο τρομοκράτη" και τη Χαγιάτ Ταχρίρ αλ-Σαμ τρομοκρατική οργάνωση, ενώ το FBI εξέδωσε ανταμοιβή 10 εκατομμυρίων δολαρίων για τη συλλογή πληροφοριών που θα οδηγούσαν στη σύλληψη ή τη δολοφονία του Τζολάνι. Παρ’ όλα αυτά, μετά την κατάρρευση της κυβέρνησης Άσαντ και την κατάληψη της εξουσίας στη Συρία, ο Αχμέντ Χουσεΐν αλ Σαράα συναντήθηκε με Αμερικανίδα διπλωμάτη και οι ΗΠΑ απέσυραν την επικήρυξη στο πρόσωπο του.
Μπορεί οι κάτοικοι της Συρίας που αυτοπροσδιορίζονται ως Έλληνες σήμερα να μην ξεπερνάνε τις 13.000, αλλά οι εκατοντάδες χιλιάδες Χριστιανοί, όπως επίσης και οι προοδευτικοί μουσουλμάνοι Αλεβίτες στους οποίους ανήκε και η οικογένεια Άσαντ, βρίσκονται σε κατάσταση πρωτοφανών διωγμών, αντίστοιχων σχεδόν της εποχής των αρχών του 20ου αιώνα από τους Οθωμανούς. Το ελλαδικό κράτος, που έχει απωλέσει από καιρό την ρωμαϊκή του κληρονομιά, έχει αφήσει αυτούς τους ανθρώπους στο έλεος της μοίρας των τζιχαντιστών που έχουν την εξουσία στην Δαμασκό.
Την ίδια ώρα που χιλιάδες Ρωμιοί σκοτώνονται καθημερινά από τα στρατεύματα κατοχής, η διπλωματία των Αθηνών σφίγγει το αιματοβαμμένο χέρι του δολοφόνου μίας άλλοτε κραταιάς ελληνικής κοινότητας. Αυτό φυσικά συμβαίνει με την παρότρυνση της ηγεμονεύουσας δύναμης του ελλαδικού προτεκτοράτου, τις ΗΠΑ, αφού η ύπαρξη του καθεστώτος στην περιοχή εξυπηρετεί τα συμφέροντά τους, με την εκμετάλλευση του ισλαμικού φονταμενταλισμού κατά παράδοση απέναντι στα αντι-ισραηλινά καθεστώτα της περιοχής, από την Αίγυπτο του Νάσερ στο Ιράκ του Σαντάμ Χουσεΐν, στην Λιβύη του Καντάφι μέχρι προσφάτως στην Συρία του Άσαντ.
Δεν μπορεί να είναι τυχαία η πρωτοφανής επέκταση κατοχής εδαφών του Ισραήλ στα υψώματα Γκολάν, από τα οποία μάλιστα κατάγεται και ο Τζολάνι. Στρατιωτική επέκταση αντίστοιχη της οποίας δεν έχουμε δει από το Ισραήλ στην Συρία εδώ και δεκαετίες. Όχι μόνο το συριακό καθεστώς δεν έχει λάβει δυναμική στάση απέναντι στις ισραηλινές προωθήσεις, αλλά σε αγαστή συνεργασία με την Τουρκία προχωρούν τώρα σε διάλογο για διαμοιρασμό της πολύπαθης αυτής χώρας.
Οι περήφανοι αυτοί μαχητές του Χριστού, με το ένα χέρι στον δικέφαλο αετό της Ρωμανίας και το άλλο στο όπλο, διαμηνύουν στους διώκτες τους, όπως ο Αθανάσιος Διάκος πριν 200 και χρόνια, "Ρωμιοί γεννήθηκαμε, Ρωμιοί θε να πεθάνουμε". Το ελάχιστο που θα μπορούσε να κάνει ένα σοβαρό ελληνικό κράτος θα ήταν η πρόσκληση και η διασφάλιση υποδοχής αυτών των ανθρώπων που αναζητούν με το καθεστώς προσφύγων ένα καταφύγιο από τις λυσσαλέες διώξεις του τζιχαντιστικού καθεστώτος.
Εμείς δεν μπορούμε παρά να πιέσουμε με κάθε δυνατό μέσο προς αυτήν την κατεύθυνση, ώστε να ανοίξει επιτέλους πάλι ένας δίαυλος επικοινωνίας με την Ορθόδοξη κοινότητα της Μέσης Ανατολής, μεγάλο μέρος της οποίας έχει ήδη καταφύγει στον Λίβανο και αναζητεί διέξοδο προς την Ευρώπη. Ας σημάνει με την συμβολή μας η Ανάσταση του Κυρίου την Ανάσταση των πανταχού χριστιανικών κοινοτήτων που σήμερα υποφέρουν.